κραυγασίδης

κραυγασίδης
κραυγ-ᾰσίδης, ου, , as if a Patron. of κραύγασος, Croaker, name of a frog in Batr. 243.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κραυγασίδης — κραυγασίδης, ὁ (Α) 1. φωνακλάς 2. ως κύριο όν. ὁ Κραυγασίδης κωμική ονομασία βατράχου στη Βατραχομυομαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός < θ. κραυγασ (τού κραυγάζω) ή κραύγασος + επίθημα ίδης (πρβλ. ηγεμον ίδης, κηφην ίδης)] …   Dictionary of Greek

  • Κραυγασίδης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραυγασίδης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”